παλαίχθων

παλαίχθων
παλαίχθων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό-χθων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλαίχθων — that has been long in a country masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαῖχθον — παλαίχθων that has been long in a country masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαίχθονος — παλαίχθων that has been long in a country masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”